νιφόβολος

νιφόβολος
νῐφό-βολος, ον,
A snowclad,

δειράσι ν. Παρνασοῦ E.Ph.206

(lyr.);

ν. πεδία Ar.Av.952

; ν. ἀναβολαί, a burlesque on the bombast of dithyrambic poets, ib.1385;

πέτραι Ἑλικωνίδες Limen.3

;

ὄρεα Simm.26.19

;

ὄρη Plu.Sert.17

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νιφόβολος — νιφόβολος, ον (Α) 1. σκεπασμένος με χιόνι, χιονοσκεπής 2. μτφ. σκωπτικός χαρακτηρισμός τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῑν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο… …   Dictionary of Greek

  • νιφόβολος — snowclad masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόβολον — νιφόβολος snowclad masc/fem acc sg νιφόβολος snowclad neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφοβόλοις — νιφόβολος snowclad masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφοβόλους — νιφόβολος snowclad masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφοβόλων — νιφόβολος snowclad masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόβολα — νιφόβολος snowclad neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόβολοι — νιφόβολος snowclad masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφοβολία — νιφοβολία, ἡ (Μ)[νιφόβολος] χιονοθύελλα, νιφετός, πτώση χιονιού …   Dictionary of Greek

  • νιφόβλητος — νιφόβλητος, ον (Α) νιφόβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + βλητός (< βάλλω), πρβλ. πυρί βλητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”